Σίγουρα όχι τόσο όσο στο εξωτερικό, σίγουρα πολύ λιγότερο από ό,τι θα έπρεπε, αλλά ευτυχώς σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στο παρελθόν, όταν ένας γονιός παρατηρήσει κάποια ανησυχητική συμπεριφορά στο παιδί του ή όταν έχει συμβεί κάτι σοβαρό στο περιβάλλον του, απευθύνεται σε κάποιο ψυχολόγο παιδιών-εφήβων. Ο ψυχολόγος τότε του εξηγεί πως πρέπει να δει πρώτα τους γονείς και έπειτα το παιδί. Και ακολουθεί κατά κανόνα η ερώτηση «πώς θα το πείσω να έρθει;»
Ξέρετε εκείνο το κλισέ των ψυχολόγων, ότι η ψυχοθεραπεία δεν μπορεί να βοηθήσει κανένα αν δεν θέλει ο ίδιος να βοηθηθεί; Αρχικά, αυτό το κλισέ ισχύει. Πρόκειται για μια εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία για να έχει καλή έκβαση απαιτεί ενεργή συμμετοχή. Οπότε τι γίνεται στην περίπτωση των παιδιών; Ειδικά ένα μικρό παιδί, σε νηπιακή ηλικία ή στην προεφηβεία, δεν μπορούμε να περιμένουμε να αναζητήσει συνειδητά και αυτοβούλως βοήθεια. Την πρωτοβουλία πρέπει αναγκαστικά να την πάρει ο γονέας. Κάτι το οποίο πολλές φορές προκαλεί μια ανησυχία μεγαλύτερη από ό,τι χρειάζεται.
«Θα πάμε σε μια φίλη μας για να παίξετε» είχε πει μια μαμά σε ένα μικρό παιδάκι που ήρθε στο γραφείο μου. «Κι αυτή η φίλη, ξέρεις, είναι πολύ καλή στο να κρατάει μυστικά». Για τις νηπιακές και παιδικές ηλικίες, αυτή η προσέγγιση είναι πολύ καλή. Γιατί πράγματι, αυτό που κάνει το παιδί στη συνεδρία είναι να παίζει. Η παιγνιοθεραπεία είναι η μόνη μέθοδος μέσω της οποίας μπορεί να προσεγγίσει ένας ψυχολόγος αυτές τις ηλικίες. Με το παιχνίδι, το παιδί χαλαρώνει και αισθάνεται άνετα στον χώρο, αρχίζει γρήγορα να εκφράζεται μέσω αυτού και να κουβεντιάζει. Ζωγραφίζοντας μας αποκαλύπτει σκέψεις και συναισθήματα που δεν μπορεί να εκφράσει λεκτικά. Πολύτιμες πληροφορίες για το τι πραγματικά του συμβαίνει, τις οποίες μπορεί να προσπαθεί πολύ καιρό ο γονιός να πάρει, αλλά να δίνονται σε μια στιγμή, στο γραφείο του ψυχολόγου. Την ώρα που το παιδί είναι απασχολημένο με μια επαναλαμβανόμενη ή μονότονη δραστηριότητα, για παράδειγμα την ώρα που χρωματίζει σχέδια, το μυαλό του βρίσκεται στην πιο κατάλληλη κατάσταση για να εκφραστεί και λεκτικά. Τα συναισθήματα και οι αόριστες σκέψεις που έχουν ήδη εμφανιστεί στο παιχνίδι, έρχονται και γίνονται λόγια σε ανύποπτες στιγμές κατά τη διάρκεια της συζήτησης που πιάνει ο ψυχολόγος με το παιδί. Σε μια συνεδρία μου με ένα αγοράκι 8 ετών με διάγνωση αυτισμού, του έπιασα την κουβέντα την ώρα που είχε απορροφηθεί με την διάταξη των χρωματιστών μαρκαδόρων σε κατηγορίες και μου είπε: «δεν εμπιστεύομαι τα μάτια των ανθρώπων. Τα έχω δει και είναι ψεύτικα».
Τα πράγματα αλλάζουν για παιδιά στην προεφηβεία και την εφηβεία. Ο έφηβος είναι πια σε θέση να εκφραστεί λεκτικά, να κάνει διάλογο, να μάθει μέσα από μια εκπαιδευτική θεραπευτική διαδικασία. Το «παιχνίδι ρόλων», η «άδεια καρέκλα» και άλλα εργαλεία χρησιμοποιούνται επιλεκτικά και στοχευμένα, ως βοηθήματα της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όμως, αλλάζει και ο τρόπος προσέγγισης του γονέα. Δεν μπορεί πια να του πει ότι θα πάει σε μια φίλη να παίξει. Πλέον, τα πράγματα πρέπει να λέγονται με το όνομά τους. Αυτό που είναι καλό να προσεχθεί είναι η πιθανότητα να έχει συνδέσει το ίδιο το παιδί την ψυχοθεραπεία με κάτι αρνητικό, κάτι που σπάνια συμβαίνει.
Συνήθως, ο γονιός είναι αυτός που συγκρούεται με προσωπικές του προκαταλήψεις, φοβίες σχετικές με τις απόψεις του κοινωνικού περίγυρου ή και ενοχές για τυχόν λάθος παιδαγωγικές μεθόδους του. Οι έφηβοι στην εποχή μας είναι συμφιλιωμένοι με την ιδέα του ψυχολόγου, κάτι που ενισχύεται από κινηματογράφο και διαδίκτυο. Δεν το θεωρούν κακό να έρθουν. Οι αντιρρήσεις έρχονται συνήθως λόγω αντίδρασης στα κίνητρα του γονέα. Μερικοί έφηβοι νιώθουν ότι ο γονέας τους θέλει να πάνε σε ψυχολόγο για να «φτιάξουν» με το ζόρι κάτι το οποίο οι ίδιοι δεν θεωρούν σφάλμα. «Ο μπαμπάς με έφερε εδώ για να φτιάξει η σχέση μας», μου είπε μια έφηβη πρόσφατα, «αλλά εγώ δεν θέλω να την φτιάξω. Εγώ ήρθα εδώ για εμένα». Είναι λοιπόν σημαντικό, να τονιστεί από την αρχή το ζήτημα του απορρήτου. Όπως για τους ενηλίκους, έτσι και για παιδιά και εφήβους, ισχύει το απόρρητο της ψυχοθεραπείας, η απαγόρευση κοινοποίησης πληροφοριών από τον ψυχολόγο σε οποιονδήποτε άλλο. Ο έφηβος πρέπει να κατανοήσει ότι πηγαίνει σε ένα ασφαλές περιβάλλον. Κι αν ο γονέας προσέξει λίγο τα παραπάνω, ο ψυχολόγος γνωρίζει μετά πώς να τον κρατήσει στην ψυχοθεραπεία.
Το ζήτημα του απορρήτου είναι κάτι που πρέπει να κατανοεί και ο γονέας. Μερικές φορές, και παρόλο που αυτό ξεκαθαρίζεται εξαρχής, ο γονέας επιμένει να ζητά από τον ψυχολόγο πληροφορίες τις οποίες δεν μπορεί και δεν πρόκειται να δώσει. Η συμβουλευτική γονέων είναι μια διαδικασία που γίνεται παράλληλα με την ψυχοθεραπεία του παιδιού και στην οποία οι γονείς λαμβάνουν μόνο τις πληροφορίες που χρειάζονται για να προσεγγίζουν τα παιδιά τους κατάλληλα. Μαθαίνουν αν είναι δεκτικά και κάνουν προόδους ή αν η διαδικασία συναντά εμπόδια. Αν και που χρειάζεται να αλλάξουν προσέγγιση. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν μαθαίνουν τα μυστικά των παιδιών τους.
Ξεκινάμε και τελειώνουμε λοιπόν, με τους γονείς. Όπως προαναφέρθηκε, η πρώτη συνεδρία είναι δική τους, ώστε να γίνει η απαραίτητη λήψη ιστορικού και να ληφθούν κάποιες αρχικές πληροφορίες. Όσοι ξεκινούν μια τέτοια διαδικασία, καλό θα είναι να έχουν στο μυαλό τους πως χρειάζεται να συμμετέχουν ενεργά σε αυτή. Πάντα υπάρχουν χρήσιμες γνώσεις και περιθώρια βελτίωσης της παιδαγωγικής προσέγγισης, πολλές φορές είναι απαραίτητο αυτή η προσέγγιση να αλλάξει λίγο ή πολύ και μερικές φορές, η «προβληματική» συμπεριφορά του παιδιού είναι καθαρά αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του γονέα. Ο ψυχολόγος κρίνει πόσο θα χρειαστεί να εμπλακεί στην όλη θεραπευτική διαδρομή.
Κωστας says
Πολύ καλο άρθρο …