Η διαταραχή ελλειματικής προσοχής και υπερκινητικότητας αποτελεί την πιο συχνή νευροαναπτυξιακή διαταραχή με έναρξη στην παιδική ηλικία. Η διαταραχή αυτή είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης γενετικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών παραγόντων. Αν και η ΔΕΠΥ εμφανίζεται στο 5-7% του μαθητικού πληθυσμού και είναι από τις πιο μελετημένες και επιστημονικά τεκμηριωμένες παιδικές διαταραχές συχνά υποδιαγιγνώσκεται.
Τα παιδιά με ΔΕΠΥ φτάνουν στους ειδικούς σε ηλικία μεταξύ 3- 7 χρονών, παράλληλα με την έναρξη του σχολείου. Αυτό συμβαίνει γιατί προβλήματα συγκέντρωσης, προσοχής και συμμόρφωσης στους κανόνες αναδεικνύονται εντονότερα.
Σε πολλές μελέτες που έχουν διεξαχθεί για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της ΔΕΠΥ και των προβλημάτων ύπνου, παρατηρήθηκε ότι τα παιδιά με ΔΕΠΥ εμφανίζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό σύμφωνα με τους γονείς αντίσταση να πάνε για ύπνο, δυσκολία στην επέλευση του ύπνου, ανεπαρκή ύπνο, πολλές αφυπνίσεις, δυσκολία πρωινής αφύπνισης και ημερήσια υπνηλία. Επίσης, μπορεί να εμφανίζουν υπνική άπνοια, ροχαλητό, σύνδρομο ανήσυχων άκρων και διαταραχή περιοδικών κινήσεων των άκρων συχνότερα σε σχέση με τα παιδιά που δεν έχουν διαγνωστεί με ΔΕΠΥ.
Τα προβλήματα ύπνου αντιστρόφως μπορεί να προκαλέσουν συμπεριφορές που συνάδουν με τη ΔΕΠΥ, όπως απροσεξία, παρορμητικότητα και υπερκινητικότητα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο τρόπος που συνδέονται τα προβλήματα ύπνου με τη ΔΕΠΥ δεν είναι απόλυτα κατανοητός, για το λόγο αυτό χρειάζεται λεπτομερή λήψη ιστορικού από τους ειδικούς που ασχολούνται με αυτές τις διαταραχές για έγκυρη και ασφαλή διάγνωση.
Αφήστε μια απάντηση