ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΟΝΙΚΩΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Εσφαλμένα, το διαζύγιο θεωρείται ευρέως ότι βλάπτει τα παιδιά και ότι προκαλεί αναπόφευκτα μακροχρόνια προβλήματα προσαρμογής . Πράγματι πολλά παιδιά διαζευγμένων οικογενειών εμφανίζουν περισσότερα προβλήματα και δηλώνουν λιγότερο ευτυχισμένα σε σχέση με παιδιά ακέραιων οικογενειών. Ωστόσο, έρευνες δείχνουν ότι δεν είναι το ίδιο το διαζύγιο που προκαλεί αυτά τα προβλήματα προσαρμογής στα παιδιά, αλλά το πιθανότερο είναι ότι αυτά απορρέουν από την αυξημένη έκθεση τους στις γονικές και οικογενειακές συγκρούσεις.
Γιατί όμως κάποια παιδιά προσαρμόζονται με επιτυχία και άλλα όχι. Οι παράγοντες που ευνοούν στην ομαλότερη προσαρμογή των παιδιών είναι:
- Η ικανότητα των γονιών να συνεργαστούν κατά την διάρκεια του γάμου ή μετά το διαζύγιο,
- Οι γονείς που αδυνατούν να συνεργαστούν, αλλά έχουν την λογική να προφυλάσσουν τα παιδιά τους από τους καβγάδες και σημαντικότερος στόχος τους είναι το καλό των παιδιών τους, παραβλέποντας τα προσωπικά τους δυσάρεστα συναισθήματα που νιώθουν ο ένας για τον άλλον.
Δυστυχώς στις περισσότερες περιπτώσεις τα ζευγάρια που αδυνατούσαν να διαχειριστούνε τις εντοοικογενειακές συγκρούσεις κατά την διάρκεια του γάμου τους πιστεύουν ότι με την διαζύγιο τα προβλήματα θα τελειώσουνε. Στην πραγματικότητα όμως ένα τέτοιο ζευγάρι δεν θα καταφέρει να επικοινωνήσει με επάρκεια και μετά το διαζύγιο, με αποτέλεσμα να βάζουν τα παιδιά τους στη μέση υποβάλλοντάς τα σε καθημερινή έκθεση σε «τοξικά συναισθήματα» τα οποία είναι ακόμα πιο έντονα μετά το διαζύγιο. Τα περισσότερα παιδιά που είναι εκτεθειμένα σε συνεχείς γονικές συγκρούσεις πράγματι υποφέρουν, από μακροχρόνια προβλήματα προσαρμογής. Επομένως, οι επιπτώσεις των χρόνιων γονικών συγκρούσεων θα πρέπει να εξεταστούν ξεχωριστά από τις γενικότερες επιπτώσεις του διαζυγίου. Είναι σίγουρο ότι οι χρόνιες γονικές συγκρούσεις είναι ο ένοχος, που προκαλεί μακροχρόνια προβλήματα στα παιδιά, ανεξάρτητα αν το ζευγάρι έχει χωρίσει ή όχι.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι οι συνεχείς γονικές συγκρούσεις βλάπτουν όχι μόνο τα παιδιά των διαζευγμένων οικογενειών, αλλά και αυτά των ακέραιων οικογενειών. Ο βαθμός συζυγικής διαφωνίας είναι ένας από τους σημαντικότερους καθοριστικούς παράγοντες για την ικανότητα προσαρμογή των παιδιών σε κάθε είδους οικογένεια. Άρα και τα παιδιά ακέραιων οικογενειών με υψηλό ποσοστό συζυγικών συγκρούσεων έχουν περισσότερα προβλήματα προσαρμογής απ’ ό,τι τα παιδιά ακέραιων οικογενειών με λίγες συγκρούσεις. Οι συνέπειες είναι αυτά τα παιδιά να αναπτύσσουν περισσότερα προβλήματα επιθετικής ή προκλητικής συμπεριφοράς, περισσότερα συναισθηματικά προβλήματα, σωματικά συμπτώματα άγχους και αγχώδεις διαταραχές (φοβίες, κρίσεις πανικού, πόνους στο στομάχι, χαμηλό ανοσοποιητικό κτλ.), κατάθλιψης και χαμηλότερη αυτοεκτίμηση από αυτά οικογενειών, ακέραιων ή διαζευγμένων οικογενειών με λίγες συγκρούσεις.
Σημαντικός κανόνας για την ομαλή ψυχολογική εξέλιξη των παιδιών είναι να μην τα παγιδεύουν οι γονείς στο δικό τους πόλεμο. Τα παιδιά τους αγαπούν τόσο πολύ και τους είναι δύσκολο να τους διαχωρίσουνε. Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι σύζυγος, μπορεί να χωρίσει, μπορεί, ακόμα και να τον ξαναδοκιμάσει σε μια άλλη σχέση. Ποτέ όμως δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι σε όλη του τη ζωή θα έχει μόνο αυτό τον πατέρα και αυτή τη μητέρα. Ο γονιός που προσπαθεί να προβάλει στα παιδιά του τα αρνητικά συναισθήματα που τρέφει για τον πρώην ή νυν σύντροφο του (ο οποίος, για τα παιδιά, δεν είναι ποτέ ένας πρώην η νυν σύντροφος, αλλά ένας παντοτινός γονιός) τα χρησιμοποιεί ως φορείς για την ικανοποίηση των προσωπικών του αναγκών έκφρασης, προκειμένου να πάρει εκδίκηση ο πληγωμένος του ναρκισσισμός. Εκτός από τον πόνο που προκαλεί έτσι στα παιδιά του, αποκαλύπτει τόσο τον εγωκεντρισμό του όσο και την πνευματική ή ψυχολογική του ανωριμότητα.
Οι γονείς θα πρέπει να διαχωρίσουν τους ρόλους που έχουν. Πρέπει να αναλογιστούνε ότι πάνω απ’ όλα είναι γονείς και μετά ζευγάρι, εργαζόμενοι κτλ. και οφείλουν να συνεργαστούνε προκειμένου να προστατέψουν τα παιδιά τους.
Αφήστε μια απάντηση